ημεράδα

ημεράδα
η
ημερότητα: Ξαφνικά χάθηκε η ημεράδα από το πρόσωπό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημεράδα — η [ήμερος] η ημερότητα …   Dictionary of Greek

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • ημεράδι — το [ημεράδα] κοινή ονομασία τού δέντρου δρυς η χνοώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”